περικαρδικός

περικαρδικός
-ή, -ό
βλ. περικαρδιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικαρδιακός — και περικαρδικός, ή, ό, Ν [περικάρδιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρδιο 2. φρ. α) «περικαρδιακό όργανο» βιολ. δίκτυο νευροεκκριτικών ινών που βρίσκεται πλευρικά στα τοιχώματα τού περικαρδίου τών δεκάποδων καρκινοειδών β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”